- φαγάδικο
- lokanta, restoran
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φαγάδικος — φαγάδικος, η, ο και φαγούδικος, η, ο 1. πολυφάγος, αδηφάγος, φαγάς: Φαγάδικο παιδί. 2. (για μηχανές κτό.), αυτός που απαιτεί πολλά καύσιμα, που η λειτουργία του κοστίζει πολύ: Το φορτηγό είναι φαγάδικο, γιατί είναι παλιό. 3. το ουδ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγάδικος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) φαγάς 2. (για κατοικίδιο ζώο) αυτός που για τη συντήρησή του χρειάζεται πολλή τροφή, που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής 3. (για μηχανή) αυτός που για την λειτουργία του χρειάζεται μεγάλη ποσότητα καυσίμων 4. το ουδ.… … Dictionary of Greek